διαθήκη

διαθήκη
διαθήκη, , ([etym.] διατίθημι)
A disposition of property by will, testament, Ar.V.584,589, D.27.13, etc.; κατὰ διαθήκην by will, OGI753.8 ([place name] Cilicia), Test.Epict.4.8, BGU1113.5 (i B.C.), etc.: in pl.,

διαθήκας διαθέσθαι Lys.19.39

;

θέσθαι CIG2690

([place name] Iasus).
II αἱ ἀπόρρητοι δ. mystic deposits on which the common weal depended, prob. oracles (cf. διαθέτης), Din.1.9 codd.
2 name of an eyesalve, because the recipe was deposited in a temple, Aët.7.118.
III compact, covenant,

ἢν μὴ διαθῶνται διαθήκην ἐμοί Ar.Av.440

; freq. in LXX, Ge. 6.18, al.; καινή, παλαιὰ δ., Ev.Luc.22.20, 2 Ep.Cor.3.14; disposition (with allusion to 1), Ep.Gal.3.15, cf. Ep.Hebr.9.15.
IV = διάθεσις 11,

σώματος δ. Democr.9

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαθήκη — disposition fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθήκῃ — διαθήκη disposition fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… …   Dictionary of Greek

  • διαθήκη — η 1. έγγραφο στο οποίο εκφράζεται ο τρόπος με τον οποίο επιθυμεί κάποιος να διαθέσει την περιουσία του μετά το θάνατό του: Σήμερα θα ανοιχθεί η διαθήκη του πατέρα μου. 2. παραινέσεις προς απογόνους: Παιδί μου, τα λόγια μου είναι η διαθήκη μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καινή Διαθήκη — Βλ. λ.Διαθήκη …   Dictionary of Greek

  • Παλαιά Διαθήκη — Bλ. λ. Διαθήκη και Αγία Γραφή …   Dictionary of Greek

  • Καινή Διαθήκη — η το ιερό βιβλίο των χριστιανών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαθήκηι — διαθήκῃ , διαθήκη disposition fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθηκῶν — διαθήκη disposition fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθῆκαι — διαθήκη disposition fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθήκαιν — διαθήκη disposition fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”